- λαμιώδη
- ταβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lamiaceae < αγγλ. lamium (< λατ. lamium < λάμια) + κατάλ. -acae].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάμιο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης λαμιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lamium < λατ. lamium < *λάμιον < λάμια] … Dictionary of Greek
προστανθηρά — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες τής τάξης λαμιώδη, το οποίο περιλαμβάνει 50 περίπου είδη θάμνων και δένδρων τής Αυστραλίας … Dictionary of Greek
ροσμαρίνος — Bλ. λ. δεντρολίβανο. * * * ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες τής τάξης λαμιώδη και το οποίο περιλαμβάνει 3 4 είδη αειθαλών αρωματικών θάμνων, κυριότερο από τα οποία είναι το είδος Rosmarinus… … Dictionary of Greek
σάλβια — (Αστρον,). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1428. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεση του είναι 16,4 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 13,9 από τον Ήλιο. * * * η, Ν βοτ. γένος δικότυλων… … Dictionary of Greek
σατουρέια — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες ή χειλανθή τής τάξης λαμιώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, από τα οποία 7 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, με γνωστότερο και σημαντικότερο από οικονομκή άποψη το… … Dictionary of Greek
σιδερίτις — η, και σιδερίτης, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λαμιίδες τής τάξης λαμιώδη, με 80 περίπου είδη που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και τής Ανατολής, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή… … Dictionary of Greek
σκουτελλαρία — (scutellaria). Φυτό ποώδες της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως σ. η αλπική. Φυτρώνει σε πετρώδεις τοποθεσίες της αλπικής και υπαλπικής ζώνης των βουνών της βόρειας Ελλάδας. Πρόκειται για φυτό μέτριων διαστάσεων … Dictionary of Greek
τεύκριο — (teucrium). Θάμνος της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι τ. το θαμνώδες. Φτάνει σε ύψος μεγαλύτερο του μέτρου και έχει βλαστούς λευκούς και χνουδωτούς φύλλα απλά, ακέραια, αειθαλή, πρασινωπά… … Dictionary of Greek
τηκ — και τεκ, το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού δένδρου Tectona grandis τού γένους τεκτόνα που ανήκει στην οικογένεια βερβενίδες τής τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λαμιώδη και περιλαμβάνει 4 περίπου είδη δένδρων τα οποία είναι ιθαγενή τής… … Dictionary of Greek
φλομίς — (phlomis). Γένος χειλανθών φυτών, που φυτρώνουν στις παραμεσόγειες χώρες και στην εύκρατη Ασία. Είναι πολυετείς πόες με απλά φύλλα και άνθη μεγάλα κοκκινωπά ή κίτρινα. Περλαμβάνει περίπου 80 είδη, ορισμένα από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek